περδικόθηρο
(ουσ.)
περdικόθορο
[perdiˈkoθoro]
Φάρασ.
περτικόθ'ρα
[pertiˈkoθra]
Φάρασ.
περτικόθ'ρι
[pertiˈkoθri]
Φάρασ.
Από αμάρτ. ουσ. περδικόθηρο (< ουσ. περδίκι και θήρα με παραγωγ. επίθμ. -ο) με αφομ. [i] > [o]. Πβ. μεταγν. ουσ. περδικοθήρας = κυνηγός περδικών ως όνομα γερακιού.
Περδικοπαγίδα