περίσσευμα
(ουσ. ουδ.)
πέρσεμα
[ˈpersema]
Γούρδ.
πέρσιμα
[ˈpersima]
Μισθ.
πέρτσεμα
[ˈpertsema]
Φάρασ.
περσεμάτ
[perseˈmat]
Αξ.
Πληθ.
περτσέματα
[per'tsemata]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. περίσσευμα με αφομ. απλοποίηση [vm] > [mm]. Όλοι οι παραπάνω τύπ. με ανομ. του ενός εξακολουθ. συμφ. [s] σε στιγμ. [t] πριν από υγρό [r]. Ο τύπ. πέρτσεμα με τροπή [s] > [ts] μετά από [r].
1. Πλεόνασμα
ό.π.τ.
2. Αποφάγι
Αξ., Φάρασ.
:
Στέρου κατέβη ο φουqαράς στο qαβάχι, τσ̑' έφαγε τα περτσέματα του Τσ̑ερκέζοι
(μετά ο φτωχός άνδρας κατέβηκε από τη λεύκα και έφαγε τα αποφάγια των Τσερκέζων)
Φάρασ.
-Dawk.
3. Ως επίθ., παραμελημένος, περιφρονημένος
Αξ.
:
Πανdέχεις και περσεμάτ' το έχ'νε
(νομίζεις ότι περιφρονημένο τον έχουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.