ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

περιστέρι (ουσ. ουδ.) περεστέρ' [pereˈster] Αραβαν. πελεστέρ' [peleˈster] Αραβαν. πεστέρι [pe'steri] Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ. πεστέρ' [pe'ster] Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ. π͑εσ̑τέρ [pʰe'ʃter] Αξ. πιστέρ [pi'ster] Γούρδ., Σινασσ., Φερτάκ. Γεν. Εν. πεστεριού [pesteˈrʝu] Αξ., κ.α. Πληθ. πεστέρια [pe'sterʝa] κ.α., Μισθ. Πληθ. πεστέρα [pe'stera] Μαλακ. Από το αρχ. ουσ. περιστέριον, υποκορ. του περιστερά. O τύπ. πελεστέρ' με ανομ. υγρών. Οι τύπ. πεστέρι και πεστέρ' με απλοποίηση της συλλαβής [ri].
1. Περιστέρι ό.π.τ. : Το πιστέρ' μονάχα ας ούλα τα πουλιά δεν έχ' και δεν μπορεί να χτσίσ’ φουλιά (Από όλα τα πουλιά μόνο το περιστέρι δεν έχει και δεν μπορεί να χτίσει φωλιά) Γούρδ. -Καράμπ. Ντο καργιά μ' ον ντο πεστέρ' πετάν' (η καρδιά μου σαν το περιστέρι πετά) Ουλαγ. -Κεσ. Ντα πεστέρια μ', ούλα χαστήχαν (τα περιστέρια μου όλα χάθηκαν) Μισθ. -Κοτσαν. Πεστεριού τσ̑ιλιά (κουτσουλιά περιστεριού) Αξ. -Μαυροχ. Η καρδέ μ' σάνdι πιστέρ' τσαρπτά (Η καρδιά μου φτερουγίζει σαν περιστέρι) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Πεστεριού πουλιά (Περιστεριού πουλιά˙ Πιτσούνια) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Πεστεριού γιάντες (Κοκκαλάκι περιστεριού˙ ειρων., λεπτή γυναίκα) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333 || Ασμ. Σαν την πέρδικα πλουμιστή παίζει και καταβαι
σαν το πεστέρι τ' άιχαρο γυρίζει κι αναβαι
(Σαν την πέρδικα την πλουμιστή παίζει και κατεβαι,
σαν το περιστέρι το άχαρο γυρίζει και ανεβαι)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Συνών. γκιουβερτσίνι, Πβ. τουνέκι
2. Αγριοπερίστερο ή τρυγόνι Συνών. κουμρέκι