περόνι
(ουσ.)
πιρόνι
[piˈroni]
Σίλ.
περούν'
[peˈrun]
Φάρασ.
πελόν'
[peˈlon]
Αραβαν., Γούρδ.
περίν'
[peˈrin]
Φερτάκ.
Από το μεσν. περόνιν = σουβλί, το οπ. από το μεταγν. περόνιον = μικρή περόνι, καρφάκι, υποκορ. του αρχ. περόνη. Η τροπή [e>i] είναι πιθανώς νεότ. (πβ. νεότ. πιρούνι) ίσως αναλογ. προς άλλα ουσ. με παρόμοια εναλλαγή, π.χ. μηρός-μερί. Πβ. τουρκ. διαλεκτ. ουσ. piron = πιρούνι (THADS 12, λ. piron) ως δάν. από την ελλ. (Meyer 1893: 46, Symeonidis 1973: 188). Για τον τύπ. περούν’ πβ. τουρκ. διαλεκτ. ουσ. perun = πιρούνι (THADS 9, λ. perun) ως δάν. από την ελλ.