πεσίν
(επίρρ.)
πεσ̑ίν
[peˈʃin]
Σινασσ., Φλογ.
Από το τουρκ. επίθ./επίρρ. peşin = α) προκαταβολικός β) επίρρ., προκαταβολικά γ) τοις μετρητοίς.
Τοις μετρητοίς
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025