πεσιρίκι
(ουσ. ουδ.)
πεσ̑ιρίκι
[peʃiˈrici]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. becerik = επιδεξιότητα, όπου και διαλεκτ. τύπ. beşirik = κατόρθωμα.
Επιδεξιότητα