ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πελέκι (I) (ουσ.) πελέκι [peˈleci] Σινασσ. πελέτσ̑ι [peˈletʃi] Φάρασ. πελέτζ̑ι [peˈledʒi] Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ. Από το αρχ. ουσ. πελέκιον, υποκορ. του πέλεκυς. Ο τύπ. πελέκι μεσν.
1. Τσεκούρι ό.π.τ. : || Φρ. 'ς αν μπελέτσ̑ι αν 'άβι (Σ' ένα πελέκι μιά λαβή˙ χρήσιμος άνθρωπος) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. Το 'μέτ'ρον ντο στσ̑υλ-λί το πελέτσ̑ι πάγασεν ντα τσ̑' ήφερεν ντα (Το σκυλί μας πήγε κι έφερε το τσεκούρι˙ όταν κανείς πήγαινε κι ερχόταν άπραγος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κασμάς, παλτά
2. Ο αρμός του χεριού με τον πήχυ Φάρασ.