πελέκι (I)
(ουσ.)
πελέκι
[peˈleci]
Σινασσ.
πελέτσ̑ι
[peˈletʃi]
Φάρασ.
πελέτζ̑ι
[peˈledʒi]
Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
Από το αρχ. ουσ. πελέκιον, υποκορ. του πέλεκυς. Ο τύπ. πελέκι μεσν.
1. Τσεκούρι
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
'ς αν μπελέτσ̑ι αν 'άβι
(Σ' ένα πελέκι μιά λαβή˙ χρήσιμος άνθρωπος)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Παροιμ.
Το 'μέτ'ρον ντο στσ̑υλ-λί το πελέτσ̑ι πάγασεν ντα τσ̑' ήφερεν ντα
(Το σκυλί μας πήγε κι έφερε το τσεκούρι˙ όταν κανείς πήγαινε κι ερχόταν άπραγος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κασμάς, παλτά
2. Ο αρμός του χεριού με τον πήχυ
Φάρασ.