πελβέρ
(ουσ. ουδ.)
πελβέρ
[pelˈver]
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. pelver (και pelverde) (< περσ.) = α) σάλτσα ντομάτας β) είδος μελάσας από μούστο και κομμάτια κυδωνιού γ) ρετσέλι με θρυμματισμένο κυδώνι (THADS, λ. pelver, Eren 1999: pelverde).
Κομπόστα από τρίμματα κυδωνιού
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025