πεκ
(επίρρ.)
πεκ
[pek]
Σίλ., Φλογ.
πέκια
[ˈpeca]
Ουλαγ.
πέκ͑ι
[ˈpekʰi]
Φάρασ.
πα̈́κ͑ι
[ˈpækʰi]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίρρ. pek = α) πολύ β) ως επίθ., σκληρός.
1. Πολύ
Ουλαγ., Σίλ., Φλογ.
:
"Ψ̑ήσε με έξε ίνgες κ͑αbάb, λάκιν ασ' 'σο φιλάν ντο κ͑ασάπ να φέρεις το κιριάς». «Πεκ έι» είbεν κ͑αbαbτζ̑ής.
("Ψήσε μου έξι ουγγιές κεμπάπ, αλλά πήγαινε και φέρε το κρέας από τον τάδε χασάπη". «Πολύ καλά», είπε ο πωλητής του κεμπάπ)
Φλογ.
-Dawk.
2. Ως επίθ., σκληρός
Αφσάρ., Φάρασ.