ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πεθάνισμα (ουσ. ουδ.) πεθάνισμα [peˈθanizma] Φλογ. Από το ρ. πεθαίνω, όπου και τύπ. πεθανίσκω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Θάνατος : Με το ψωμί και το βολόν' κούλτωσα το νοσοκομείο και το πεθάνισμα (Με το ψωμί και το βελόνι γλύτωσα το νοσοκομείο και το θάνατο) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Συνών. θάνατος, πέθαμα, πεθαμός :1, πεθάνσιμο