πεθάνισμα
(ουσ. ουδ.)
πεθάνισμα
[peˈθanizma]
Φλογ.
Από το ρ. πεθαίνω, όπου και τύπ. πεθανίσκω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Θάνατος
:
Με το ψωμί και το βολόν' κούλτωσα το νοσοκομείο και το πεθάνισμα
(Με το ψωμί και το βελόνι γλύτωσα το νοσοκομείο και το θάνατο)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
θάνατος, πέθαμα, πεθαμός :1, πεθάνσιμο