πεζβάντης
(ουσ. αρσ.)
π͑εζβάνdης
[pʰeˈzvandis]
Αξ.
Από το τουρκ. pazvant = νυχτοφύλακας.
Νυχτοφύλακας
Πβ.
κολτζής
Τροποποιήθηκε: 02/09/2025