πάχος
(ουσ. ουδ.)
πάχος
[ˈpaxos]
Γούρδ., Κίσκ., Μισθ.
π͑άγιος
[ˈpʰaʝos]
Αξ.
Το αρχ. ουσ. πάχος.
1. Πάχος
ό.π.τ.