παχίλης
(επίθ.)
παχίλης
[paˈçilis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. pahıl (< αραβ. bahīl) = α) εγωιστής β) ζηλιάρης γ) άπληστος (THADS, λ. pahıl (I)). Η λ. και πόντ. με τύπ. παχούλης, η οπ. ετυμολογείται εσφαλμένα από τουρκ. διαλεκτ. pıhlız από τον Τζιτζιλή (1982-1983: 453).
Zηλιάρης