παχουλαντίζω
(ρ.)
παχιλαντίζου
[paxilanˈdizu]
Τσουχούρ.
παχουλαντίζου
[paxulan'dizu]
Μισθ.
Από τον αόρ. του τουρκ. διαλεκτ. ρ. pahıllanmak = ζηλεύω (Tietze 2018: λ. pahıllan-).
Ζηλεύω
:
Γιαΐ παχουλαντίεις;
(Γιατί ζηλεύεις;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'ύριψιν αλτουνώνα γιορτάνι ντα θέτσει σο γουργούρι του ν'τα θωρούν τσαι να παχιλαντίζουν τσίπ
(Γύρεψε ένα χρυσό κολλιέ να βάλει στον λαιμό της να το βλέπουν και να ζηλεύουν όλοι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
παχλεύομαι :1