πεγαμπέρης
(ουσ. αρσ.)
πεγαμbέρης
[peɣamˈberis]
Φάρασ.
πεϊχαμbέρ
[peixamˈber]
Τελμ.
πεγαμbέρ
[peɣamˈber]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. peygamber, όπου και διαλεκτ. τύπ. peğamber, peyhamber = προφήτης.
Προφήτης
ό.π.τ.
:
Του Θεού το έμρι, πεγαμbερού ντο κ͑άβλι
(Η εντολή του Θεού (είναι) η ρήση του Προφήτη)
Φάρασ.
-Dawk.
Oι Τούρτσ̑οι πιστεύκαν το Χριστό, πεγαμbέρης
(Οι Τούρκοι πίστευαν στον Χριστό, (ήταν) προφήτης)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ποιος είναι ο Ισέ Πεϊχαμbέρ;
(Ποιος είναι ο Προφήτης Ιησούς;)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.