προφήτης
(ουσ.)
προφήτης
[proˈfitis]
Σίλ.
προφήτσ̑ης
[proˈfitʃis]
Αραβαν., Γούρδ.
προφήτ'
[proˈfit]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. προφήτης. Η σημ. ‘προφήτης του Θεού (στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη)’, που μόνο αυτήν φαίνεται να έχει σε Καππαδοκία, Φάρασα και Σίλλη, είναι μεταγν.
Θεόπνευστο πρόσωπο που προλέγει στους ανθρώπους τα μέλλοντα και που αποκαλύπτει τις θείες βουλήσεις
:
Ατιά του προφητιούν τα καdζία θἐλ' να υπάν σον τόπα τουν
(Έτσι τα λόγια των προφητών θα βγουν αληθινά)
Φάρασ.
-Lag.
|| Φρ.
Προφήτη-Λίας
(Προφήτης Ηλίας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.