ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προφήτης (ουσ.) προφήτης [proˈfitis] Σίλ., Φάρασ. προφήτσ̑ης [proˈfitʃis] Αραβαν., Γούρδ. προφήτ' [proˈfit] Φάρασ. Αρχ. ουσ. προφήτης. Η σημ. ‘προφήτης του Θεού (στην ΠΔ και ΚΔ)’ μεταγν. Η λ. από την εκκλ. παράδοση.
Προφήτης του Θεού ό.π.τ. : Του προφητι-ούν τα κατζία (Τα λόγια των προφητών = Ματθ. 26.56 αἱ γραφαὶ τῶν προφητῶν) Φάρασ. -Lag. Ηύρε τομ bροφήτ' Ηλία σα σύννεφα 'πέσου (Βρήκε τον προφήτη Ηλία πάνω στα σύννεφα) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. Προφήτη-Λίας (Προφήτης Ηλίας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. πεγαμπέρης
Τροποποιήθηκε: 08/10/2025