πυρά
(ουσ. θηλ.)
πυρά
[piˈra]
Σινασσ.
π͑υρά
[pʰiˈra]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. πυρά.
Φωτιά
ό.π.τ.
:
Έχ’ π͑υρά, γυρίζει τα ψωμιά
(Έχει πολλή φωτιά, ξεκολλάει τα ψωμιά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Η πυρά ψέν' κι η κυρά καυκιέται
(Η φωτιά ψήνει κι νοικοκυρά περηφανεύεται˙ Για όσους επαίρονται για τα κατορθώματα άλλων)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
εστία