πυρότης
(ουσ. ουδ.)
π͑υρότης
[pʰiˈrotis]
Μισθ.
π'ρότ'
[prot]
Αξ.
π͑υρότα
[pʰiˈrota]
Μισθ.
Από το πρώιμ. μεσν. ουσ. πυρίτης= σταρένιο καρβέλι (< πυρός = σιτάρι). Εναλλακτικά, από το αμαρτ. πύροπτος (Καραναστάσης 1984-1992: λ. πυρότ-τα) ή από το μεσν. επίθ. πυρόπτητος (πβ. Ἐτ. Γουδ. Φ 557.2 «Φουκάτζα, φῶος κουάσσα, ὅ ἐστι πυρόπτητος». Πβ. πυρότ-τα = φρυγανιά Καλαβρ. και πυρωτή = α) κάτι που φρυγανίζεται β) ψωμί Πόντ.