πυρέβγο
(ουσ. ουδ.)
πυρέβγο
[piˈrevɣo]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. πυρέκβολον.
Τσακμάκι, είδος αναπτήρα
:
O νομάτ'ς έβγκαλεν το πυρέβγον του, πυρέβγωσεν αν κόμμα μανί, μπύρτσεν του ιματού του κομμάτου την άκρα
(Ο άνθρωπος έβγαλε το τσακμάκι του, άναψε ένα κομμάτι ίσκα, κι έκαψε την άκρη του κομματιού του πουκαμίσου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
τσακμάκι