πυροκαίω
(ρ.)
πυροκαίω
[piroˈceo]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. πυρά και το ρ. καίω. Πβ. ήδη νεότ. μτχ. πυροκαμένος.
Τροποποιήθηκε: 02/07/2025