πυροκαίω
(ρ.)
πυροκαίω
[piroˈceo]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. πυρά και το ρ. καίω. Πβ. ήδη νεότ. μτχ. πυροκαμένος.
Καψαλίζω, καίω
Αξ.
:
Το σάκο σ' πυρόκαψες το
(το σακάκι σου το καψάλισες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.