πεζούλι
(ουσ.)
πεζούλι
[peˈzuli]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. πεζούλι = μικρός τοίχος στην αυλή ενός κτίσματος, το οπ. από το μεταγν. ουσ. πέζα = μπορντούρα υφάσματος. Για την σημ. πβ. τουρκ. διαλεκτ. ουσ. bezil ως δάν. από την ελλ. με τις σημ. α) πεζούλα β) χώρος του σπιτιού όπου τοποθετούν τις στάμνες (THADS, λ. bezil).
Θυρίδα, ντουλάπι
Συνών.
ντουλάπι