πεζώνω
(ρ.)
πεζώνου
[peʹzonu]
Φάρασ.
Αόρ.
πέζωσα
[ˈpezosa]
Φάρασ.
Παθ.
πεζούμαι
[peˈzume]
Φάρασ.
Αόρ.
πεζώθα
[peˈzoθa]
Φάρασ.
Από το επίθ. πεζός και το παραγωγ. επίθ. -ούμαι.
1. Ενεργ. μτβ., αδειάζω κάτι
:
'σ' το φόβο τουν έφυγαν κρυφά τζ̑αι πέζωσαν το μαναστήρι
(Απ' τον φόβο τους έφυγαν κρυφά και άδειασαν το μοναστήρι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
2. Παθ. αμτβ., αδειάζω
:
Σαμού πιούσαν, πεζώθη
(Καθώς έπιναν, άδειασε)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Πεζώθην ο χωρίο μας 'σ' τις άντροι
(Άδειασε το χωριό μας από άντρες)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
3. Ξεσπώ, ξεσπαθώνω