ευκαιρώνω
(ρ.)
'φκαιρώνω
[fceˈrono]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Φερτάκ.
'φτσ̑αιρώνω
[ftʃeˈrono]
Φάρασ.
φκιορώνω
[fcoˈrono]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Τροχ., Φλογ.
φτσ̑ορώνου
[ftʃoˈronu]
Μισθ.
φκορώνω
[fkoˈrono]
Σινασσ.
τσ̑ορώνου
[tʃoˈronu]
Μισθ.
Παρατατ.
φκιόρωνα
[ˈfcorona]
Φλογ.
Αόρ.
ευκαίρωσα
[efˈcerosa]
Τζαλ.
'φτσ̑αίρτσα
[ˈftʃertsa]
Φάρασ.
φκιόρουσα
[ˈfcorusa]
Μαλακ.
Προστ. Εν.
φκιόρω
[ˈfcoro]
Γούρδ.
Παθ.
φκιορώνουμαι
[fcoˈronume]
Αξ.
'φτσ̑ορωνιέμι
[ftʃoroˈɲemi]
Μισθ.
Αόρ.
φκιορώθα
[fcoˈroθa]
Σινασσ.
φκιορώχα
[fcoˈroxa]
Αξ.
Μεσν. ρ. εὐκαιρώνω, το οπ. από αρχ. επίθ. εὔκαιρος και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω, πβ. Πόλ. Τρωάδ. 8510 «τὸν κάμπον εὐκαιρώσασι, διώχνουν τους ὀπίσω». Η λ. και σε μεσν. γλωσσάριο από την Μ. Ασία (Golden 1985: 90). Ο τύπ. 'φκαιρώνω ήδη νεότ. (Λεξ. Σομ.).
1. Αδειάζω, κενώνω
ό.π.τ.
:
Φτσ̑ιορώνου ντα τσουβάλια
(Αδειάζω τα σακκιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Φτσ̑αίρτσεν τον ντάι τα κούρε
(Άδειασε τα καρβέλια από τον σάκκο)
Φάρασ.
-Dawk.
'φτζ̑αίρ'σεν το πιθάρι μο τα φίδα̈ τζ̑αι τα σκορπία σου 'ς την κάπνην κάτου
(Άδειασε το πιθάρι με τα φίδια και τους σκορπίους στην καπνοδόχο κάτω)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Φκιόρωσέν ντα σο σπίτ' μέσα
(Τα άδειασε μέσα στο σπίτι)
Αξ.
-Dawk.
Τσ̑όρουσιν ντα ούλα απ’ ντιζ̑λίκα τ'
(Τα άδειασε όλα από την ποδιά της)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
To μανgάλ' γιομωμένο νιστιά 'ναι, το λίγο τ' φκιόρω το
(Το μαγκάλι είναι γεμάτο φωτιά, άδειασέ το λίγο)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Φκιορώθηνε όλο το χωριό
(Άδειασε όλο το χωριό)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Φρ.
Φκιορώχ̇εν τ' απέσω μου
(Άδειασε το μέσα μου˙ ξαλάφρωσα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μ' ένα καρκούτσα φκιορώνεται τ' χιάλασσα;
(Μ' ένα καρυδότσουφλο αδειάζει η θάλασσα;˙ όταν τα μέσα δεν επαρκούν για την επίτευξη ενός σκοπού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Τα ποτάμια-ν εστέγνωσαν κι οι λίμνες ευκαιρώσαν
(Τα ποτάμια ξεράθηκαν κι οι λίμνες άδειασαν)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ342
Συνών.
κονώνω, μποζντώ
2. Χύνω
Αξ., Φλογ.
:
Τρία ασκούματα νερό βγάλλισ̑καν και τα δύο φκιόρωνάν τα οπίσω σο κουγιού
(Τρεις κουβάδες νερό έβγαζαν και τους δύο τους έχυναν πάλι πίσω στο πηγάδι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
αχτίζω, αχτιρτίζω, κονώνω, σοντράω