πατός
(ουσ.)
πατός
[pa'tos]
Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ.
πάτος̑
[pa'toʃ]
Αξ.
πατό
[pa'to]
Ποτάμ.
bαdό
[ban'do]
Φάρασ.
πάτος
[ˈpatos]
Τζαλ.
Πιθ. από το μεταγν. επίθ. πατητός > πατ'τός > πατός, πβ. πατητήρι. Πβ. νεότ. ουσ. πάτος = πατητήρι (Λεξ. Σομ.).
1. Υπόγειο, υπόσκαφο δωμάτιο όπου γίνεται το πάτημα των σταφυλιών αλλά χρησιμεύει και ως αποθήκη κρασιών και τροφίμων
ό.π.τ.
:
Εγώ μαυτό μου έσκαψα ένα πατός για τα κρασιά, για τα σταφύλια
(Εγώ μόνη μου έσκαψα ένα υπόγειο για τα κρασιά, για τα σταφύλια)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Ό,τι απομένει στο αλώνι αφού μαζευτεί το μάλαγμα
Αξ.