ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πατίχνα (ουσ. θηλ.) πατι̂́χνα [pa'tɯxna] Ανακ., Αξ. πατίχνα [pa'tixna] Σινασσ. Από το το ουσ. πατήθρα με παρετυμολογ. επίδρ. του ουσ. ίχνος - αχνάρι.
Ίχνος πατήματος ό.π.τ. : Εdράντσεν λίγο λερό σ’ ένα λυκιού πατι̂́χνα (Είδε λίγο νερό στην πατημασιά ενός λύκου) Αξ. -Dawk. Συνών. αχνάρι, πάτημα :1, πατημιά, ποδάρι