πατίχνα
(ουσ. θηλ.)
πατι̂́χνα
[paˈtɯxna]
Ανακ., Αξ.
πατίχνα
[paˈtixna]
Σινασσ.
Από το το ουσ. πατήθρα με παρετυμολογ. επίδρ. του ουσ. ίχνος - αχνάρι.
Τροποποιήθηκε: 12/11/2024