πατίχνα
(ουσ. θηλ.)
πατι̂́χνα
[pa'tɯxna]
Ανακ., Αξ.
πατίχνα
[pa'tixna]
Σινασσ.
Από το το ουσ. πατήθρα με παρετυμολογ. επίδρ. του ουσ. ίχνος - αχνάρι.