ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποδάρι (ουσ. ουδ.) ποδάρ' [poˈðar] Σίλατ., Τελμ. πουδάρι [puˈðari] Σινασσ. πουδάρ' [puˈðar] Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. πουγιάρ' [puˈjar] Αξ. πτάρ' [ptar] Τσαρικ., Φερτάκ. πτιάρ' [ptçar] Μισθ. πτέρ' [pter] Δίλ., Μισθ. πλάρι [ˈplari] Σίλ. π'λάι [ˈplai] Σίλ. πλάγι [ˈplaʝi] Σίλ. πιγιάρ' [piˈjar] Αξ. πιγιέρ' [piˈjer] Αξ. ποράδι [poˈraði] Φάρασ., Φκόσ. πράδι [ˈpraði] Αφσάρ., Γούρδ., Κίσκ., Ουλαγ., Τελμ., Τσουχούρ. πράι [ˈprai] Ουλαγ., Σεμέντρ. πράχ̑' [praç] Γούρδ. Πληθ. πράδια [ˈpraðʝa] Τελμ. πουδάρα [puˈðara] Φλογ. πράδα [ˈpraða] Αφσάρ., Τσουχούρ. πράγια [ˈpraʝa] Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ. πράιγια [ˈpraiʝa] Σεμέντρ. πρέι [preʝ] Αραβαν. ποράδε [poˈraðe] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. ποδάριον, υποκορ. του ουσ. πούς. Ο τύπ. ποδάρι μεσν. Ο τύπ. ποράδι με μετάθ. Ο τύπ. πλάρι με εναλλαγή υγρών. O τύπ. πιγιέρ' με τουρκ. φωνηεντ. αρμονία.
1. Πόδι ό.π.τ. : Πέφτ'νε στα πουγιάρια τ’ να τον ευχαρισ̑τήσ̑΄νε (Πέφτουνε στα πόδια του για να τον ευχαριστήσουν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μούριασ' του πλάι μου (Μούδιασε το ποδάρι μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσακώη ντου πτέρι μ' (Τσακίστηκε το πόδι μου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πτεριού μ' ντου κόκκαλου (Το κόκκαλο του ποδιού μου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σήκ’ απιδού σα ποράδε σου πάνου (Σήκω αποδώ όρθιος πάνω στα πόδια σου) Φάρασ. -Dawk. Τεμέρ πουρπάτσ̑αν μι α πτέρια, μι α βόια πήα τσειά σ' Νίγδη (Οι δικοί μας περπάτησαν με τα πόδια, με τα βόδια, πήγαν εκεί στη Νίγδη) Κεύιξι να πλυνίξ', να να φέρου λερό να πλυνίξ' ντα πτέρια τ' (Ήθελε να πλύνει, να φέρω νερό να πλύνω τα πόδια του) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τα πρέγια τ' λαζούρια ήσαν (Τα πόδια του ήταν παγωμένα) -Φωστ.-Κεσ. τ͑ιτ͑ιρέτ΄σαν τα πράδα του (Έτρεμαν τα πόδια του) Τσουχούρ. -VLACH Σέρ' ντου σου ναίκα τ' απάν', τσακών' ντου πτάρι τ' (Το ρίχνει πάνω στη γυναίκα του, της σπάζει το πόδι) Τσαρικ. -Καραλ. || Φρ. Πατώ πουδάρ' (Πατάω πόδι˙ Επιμένω, πεισμώνω) Μαλακ. -Τζιούτζ. Κόσμος ούλλο στο πουγιάρ' απάνω (Όλος ο κόσμος είναι πάνω στο πόδι˙ Όλοι είναι ανάστατοι, εν δράσει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έρομαι μι α πτέρια (Έρχομαι με τα πόδια˙ Πεζός, περπατώντας, όχι με όχημα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πτεριού μ' το κόκκαλο (Του ποδαριού μου το κόκκαλο˙ Αστράγαλος) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242 Κοτι̂́ π'λάι έσ̑ει (Έχει κακό ποδάρι˙ Κάνει γρουσούζικο ποδαρικό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 T' ένα μας πλάγι μπήκι σ' λημόρι (Το ένα μας ποδάρι μπήκε στο μνήμα˙ Είμαστε με το ένα πόδι στον τάφο, είμαστε ετοιμοθάνατοι) Σίλ. -Καρίπ. να πέσουν σα πουδάρα (να πέσουν στα πόδια˙ να προσευχηθούν γονυκλινώς) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1425 Σηκώθαν σο ποράδι (Σηκώθηκαν στο πόδι˙ ξεσηκώθηκαν) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
2. Ίχνος ποδιού, πατημασιά Γούρδ. : Ηύρε ένα λερό· επάνω τ' ήσαν γκαϊχιού πράγια (Βρήκε νερό· κοντά του ήταν ίχνη ελαφιού) Γούρδ. -Dawk. Συνών. αχνάρι