πλύνω
(ρ.)
πλύνω
[ˈplino]
Ανακ., Γούρδ.
πλύνου
[ˈplinu]
Μισθ.
πλυνίγω
[pliˈniɣo]
Μαλακ.
πλυνίσκω
[pliˈnisko]
Αξ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ.
πλενίσκω
[pleˈnisko]
Ποτάμ.
πλυνίσ̑κω
[pliˈniʃko]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ.
πλυνίσ̑κου
[pliˈniʃku]
Μισθ.
πλυνίξου
[pliˈniksu]
Μισθ.
πλυνίσω
[pliˈniso]
Ποτάμ.
Παρατατ.
έπλενα
[ˈeplena]
Ποτάμ.
πλύνισκα
[ˈpliniska]
Αραβ., Γούρδ., Σεμέντρ.
πλύνισ̑κα
[ˈpliniʃka]
Αξ., Μισθ.
Αόρ.
έπλυνα
[ˈeplina]
Αξ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
Υποτ.
πλύνω
[ˈplino]
Αξ.
Προστ. Εν.
πλύνε
[ˈpline]
Αξ.
πλύνι
[ˈplini]
Μισθ.
Παθ.
πλύνουμαι
[ˈplinume]
Γούρδ.
πλύνουμι
[ˈplinumi]
Μισθ.
πλυνίσ̑κουμαι
[pliˈniʃkume]
Αξ.
πλυνιέμι
[pliˈɲemi]
Μισθ.
Παρατατ.
πλυνισ̑κούτονμαι
[pliniˈʃkutonme]
Αξ.
Παρατατ. Παθ.
έπλυθα
[ˈepliθa]
Καππ.
Υποτ. Παθ.
πλυνιστώ
[pliniˈsto]
Ουλαγ.
Εν. Προστ.
πλύστα
[ˈplista]
Τελμ.
Μτχ.
πλυμένο
[pliˈmeno]
Γούρδ.
Αρχ. ρ. πλύνω. Ο τύπ. πλένω μεσν. Ο τύπ. πλυνιέμι από μεταγν. τύπ. πλυνοῦμαι. Ο ενεστ. πλυνίσκω αναλογ. προς τον πρτ. πλύνισκα, ενώ και το πλενίσκω στα Ποτάμ. θα μπορούσε να έχει σχηματιστεί αναλογ. προς έναν αμάρτ. πρτ. πλένισκα.
1. Πλένω, καθαρίζω κάτι ή κάποιον με νερό και κάποια καθαριστική ουσία
ό.π.τ.
:
Έdωκάν ντο ένα πολλά σταφίρες να τα πλύν’
(Του έδωσαν πολλές σταφίδες να τις πλύνει)
Γούρδ.
-Dawk.
Πήγεν σο χαμάμ, και λούσεν τσ̑ην, και έπλυνέν τσ̑ην
(Πήγε στο χαμάμ και την έλουσε και την έπλυνε)
Τελμ.
-Dawk.
Ερχούτον σο σπίτι τ’, πλύνισ̑κεν τα χέρια, ψ̑ήσ̑κεν ένα γεμέκ
(Ερχόταν στο σπίτι, έπλενε τα χέρια της, έψηνε ένα καρβέλι)
Αξ.
-Dawk.
Πλυνίσ̑κ’, λούζ̑’, μεταλλάζ̑’ τα φορτσ̑έζ ουτ
(Τον πλένει, το λούζει, του αλλάζει τα ρούχα του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πλύνίσ̑καν ντου τρία φοράς
(Το έπλεναν τρεις φορές)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πλυνίκσου ντα παλιά μ’ ντά φορτσιές
(Πλένω τα παλιά μου ρούχα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πλυνίσ̑κιν ντα σκέφια
(Έπλενε τα σκεύη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πλένισκαμ' τα ρούχα, κουβάλιζ̑αμ' ξύλα, τη σκάφη και το καζ̑άνι και έπλεναμ' και ξέρενάμ' τα
(Πλέναμε τα ρούχα, κουβαλούσαμε ξύλα, τη σκάφη και το καζάνι και πλέναμε και τα στεγνώναμε)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πλυνιέμι, σιάνου λίου, έρουμι σου τοκάν πγίνου ’να γαϊφά
(Πλένομαι, φτιάχνω λίγο, έρχομαι στο καφενείο και πίνω ένα καφέ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Η κόρη μου πλυνίσει τα του ανdρός της τα πόδια
(Η κόρη μου πλένει τα πόδια του άντρα της)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το τσ̑ικί πλύνε και κούπω το
(το αγγείο πλύνε το και αναποδογύρισέ το)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ιτσ̑ά να πλυνιστούν
(Αυτά πρέπει να πλυθούν)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Φρ.
Τα λερέ σ̑ερέ τα, άνdζελους πλυνίσ̑κ’ ντου γουλάτσι τ’
(Τα νερἀ (ενν. που βρίσκονται μέσα στο σπίτι) να τα χύσετε, ο άγγελος (ενν. ο Χάρος) πλένει σ’ αυτά το σπαθί του˙ το σύστηναν στους συγγενείς μετά τον θάνατο οικείου τους)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'φετ’ ντο κιφάλιμ ντεν ντο έπλυνα και το σιφότ’ έχεσε
(Φέτος το κεφάλι δεν το έπλυνα και ο καλικάντζαρος το έχεσε˙ το έλεγε κάποιος όταν είχε πονοκέφαλο)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Τό ’ναν το χέρ’ πλυνίσ̑κ’ τ’ άλλο, τα ντυό χέρια πλυνίσ̑κ’νε το πρόσωπο
(Το ένα χέρι πλένει το άλλο, τα δυο χέρια πλένουν το πρόσωπο˙ ο ένας πρέπει να βοηθάει τον άλλο και όλοι μαζί να συμβάλλουν στο κοινό συμφέρον)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το όιμα μι το όιμα ντεν ντο πλυνίσ̑κουν, μι το λερό το πλυνίσ̑κουν
(Το αίμα δεν το ξεπλένουν με το αίμα, με το νερό το ξεπλένουν˙ η εκδίκηση δεν είναι η λύση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Πήγεν, ηύρε την μάνα του, τα ρούχα πλυνίσκει
(Πήγε, βρήκε τη μάνα του, τα ρούχα πλένει)
Καππ.
-Lag.
Έπλυναν τα σπαθίτσια των τά ’νdαι φαρμακωμένα
(Έπλυναν τα σπαθάκια τους που ήταν φαρμακωμένα)
Καππ.
-Αινατζ.
Συνών.
γιακαντίζω, ντουρναλατίζω
2. Μεσοπαθ., πλένομαι, πλένω τον εαυτό μου
ό.π.τ.
:
Παίνιξαμ’ σα Μίμις, πλυνιοντούμιστι
(Πηγαίναμε στις Λίμνες, πλενόμασταν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ετό σηκώθην, πλύθην, λούσ’κεν, ζύμωσε, κόλλησεν
(Αυτή σηκώθηκε, πλύθηκε, λούστηκε, ζύμωσε, έψησε ψωμί)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Εγώ κομbώθα και έπλυθα, μαράθ’ η χαραγή μου
(Εγώ ξεγελάστηκα και πλύθηκα, μαράθηκε το πρόσωπό μου)
Καππ.
-Αινατζ.
Αργά λούστα, αργά πλύστα, αργά το γιόμα έλα
(Αργά να λουστείς, αργά να πλυθείς, αργά να έρθεις το μεσημέρι)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
λούζω