ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλύνω (ρ.) πλύνω [ˈplino] Ανακ., Γούρδ. πλύνου [ˈplinu] Μισθ. πλυνίγω [pliˈniɣo] Μαλακ. πλυνίσκω [pliˈnisko] Αξ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ. πλενίσκω [pleˈnisko] Ποτάμ. πλυνίσ̑κω [pliˈniʃko] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ. πλυνίσ̑κου [pliˈniʃku] Μισθ. πλυνίξου [pliˈniksu] Μισθ. πλυνίσω [pliˈniso] Ποτάμ. Παρατατ. έπλενα [ˈeplena] Ποτάμ. πλύνισκα [ˈpliniska] Αραβ., Γούρδ., Σεμέντρ. πλύνισ̑κα [ˈpliniʃka] Αξ., Μισθ. Αόρ. έπλυνα [ˈeplina] Αξ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. Υποτ. πλύνω [ˈplino] Αξ. Προστ. Εν. πλύνε [ˈpline] Αξ. πλύνι [ˈplini] Μισθ. Παθ. πλύνουμαι [ˈplinume] Γούρδ. πλύνουμι [ˈplinumi] Μισθ. πλυνίσ̑κουμαι [pliˈniʃkume] Αξ. πλυνιέμι [pliˈɲemi] Μισθ. Παρατατ. πλυνισ̑κούτονμαι [pliniˈʃkutonme] Αξ. Παρατατ. Παθ. έπλυθα [ˈepliθa] Καππ. Υποτ. Παθ. πλυνιστώ [pliniˈsto] Ουλαγ. Εν. Προστ. πλύστα [ˈplista] Τελμ. Μτχ. πλυμένο [pliˈmeno] Γούρδ. Αρχ. ρ. πλύνω. Ο τύπ. πλένω μεσν. Ο τύπ. πλυνιέμι από μεταγν. τύπ. πλυνοῦμαι. Ο ενεστ. πλυνίσκω αναλογ. προς τον πρτ. πλύνισκα, ενώ και το πλενίσκω στα Ποτάμ. θα μπορούσε να έχει σχηματιστεί αναλογ. προς έναν αμάρτ. πρτ. πλένισκα.
1. Πλένω, καθαρίζω κάτι ή κάποιον με νερό και κάποια καθαριστική ουσία ό.π.τ. : Έdωκάν ντο ένα πολλά σταφίρες να τα πλύν’ (Του έδωσαν πολλές σταφίδες να τις πλύνει) Γούρδ. -Dawk. Πήγεν σο χαμάμ, και λούσεν τσ̑ην, και έπλυνέν τσ̑ην (Πήγε στο χαμάμ και την έλουσε και την έπλυνε) Τελμ. -Dawk. Ερχούτον σο σπίτι τ’, πλύνισ̑κεν τα χέρια, ψ̑ήσ̑κεν ένα γεμέκ (Ερχόταν στο σπίτι, έπλενε τα χέρια της, έψηνε ένα καρβέλι) Αξ. -Dawk. Πλυνίσ̑κ’, λούζ̑’, μεταλλάζ̑’ τα φορτσ̑έζ ουτ (Τον πλένει, το λούζει, του αλλάζει τα ρούχα του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πλύνίσ̑καν ντου τρία φοράς (Το έπλεναν τρεις φορές) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πλυνίκσου ντα παλιά μ’ ντά φορτσιές (Πλένω τα παλιά μου ρούχα) Μισθ. -Κοτσαν. Πλυνίσ̑κιν ντα σκέφια (Έπλενε τα σκεύη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πλένισκαμ' τα ρούχα, κουβάλιζ̑αμ' ξύλα, τη σκάφη και το καζ̑άνι και έπλεναμ' και ξέρενάμ' τα (Πλέναμε τα ρούχα, κουβαλούσαμε ξύλα, τη σκάφη και το καζάνι και πλέναμε και τα στεγνώναμε) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πλυνιέμι, σιάνου λίου, έρουμι σου τοκάν πγίνου ’να γαϊφά (Πλένομαι, φτιάχνω λίγο, έρχομαι στο καφενείο και πίνω ένα καφέ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Η κόρη μου πλυνίσει τα του ανdρός της τα πόδια (Η κόρη μου πλένει τα πόδια του άντρα της) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το τσ̑ικί πλύνε και κούπω το (το αγγείο πλύνε το και αναποδογύρισέ το) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ιτσ̑ά να πλυνιστούν (Αυτά πρέπει να πλυθούν) Ουλαγ. -Κεσ. || Φρ. Τα λερέ σ̑ερέ τα, άνdζελους πλυνίσ̑κ’ ντου γουλάτσι τ’ (Τα νερἀ (ενν. που βρίσκονται μέσα στο σπίτι) να τα χύσετε, ο άγγελος (ενν. ο Χάρος) πλένει σ’ αυτά το σπαθί του˙ το σύστηναν στους συγγενείς μετά τον θάνατο οικείου τους) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'φετ’ ντο κιφάλιμ ντεν ντο έπλυνα και το σιφότ’ έχεσε (Φέτος το κεφάλι δεν το έπλυνα και ο καλικάντζαρος το έχεσε˙ το έλεγε κάποιος όταν είχε πονοκέφαλο) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Τό ’ναν το χέρ’ πλυνίσ̑κ’ τ’ άλλο, τα ντυό χέρια πλυνίσ̑κ’νε το πρόσωπο (Το ένα χέρι πλένει το άλλο, τα δυο χέρια πλένουν το πρόσωπο˙ ο ένας πρέπει να βοηθάει τον άλλο και όλοι μαζί να συμβάλλουν στο κοινό συμφέρον) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το όιμα μι το όιμα ντεν ντο πλυνίσ̑κουν, μι το λερό το πλυνίσ̑κουν (Το αίμα δεν το ξεπλένουν με το αίμα, με το νερό το ξεπλένουν˙ η εκδίκηση δεν είναι η λύση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Πήγεν, ηύρε την μάνα του, τα ρούχα πλυνίσκει (Πήγε, βρήκε τη μάνα του, τα ρούχα πλένει) Καππ. -Lag. Έπλυναν τα σπαθίτσια των τά ’νdαι φαρμακωμένα (Έπλυναν τα σπαθάκια τους που ήταν φαρμακωμένα) Καππ. -Αινατζ. Συνών. γιακαντίζω, ντουρναλατίζω
2. Μεσοπαθ., πλένομαι, πλένω τον εαυτό μου ό.π.τ. : Παίνιξαμ’ σα Μίμις, πλυνιοντούμιστι (Πηγαίναμε στις Λίμνες, πλενόμασταν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ετό σηκώθην, πλύθην, λούσ’κεν, ζύμωσε, κόλλησεν (Αυτή σηκώθηκε, πλύθηκε, λούστηκε, ζύμωσε, έψησε ψωμί) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Εγώ κομbώθα και έπλυθα, μαράθ’ η χαραγή μου (Εγώ ξεγελάστηκα και πλύθηκα, μαράθηκε το πρόσωπό μου) Καππ. -Αινατζ. Αργά λούστα, αργά πλύστα, αργά το γιόμα έλα (Αργά να λουστείς, αργά να πλυθείς, αργά να έρθεις το μεσημέρι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. λούζω