λούζω
(ρ.)
λούζω
[ˈluzo]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
λούζου
[ˈluzu]
Μισθ.
λούνου
[ˈlunu]
Σίλ.
βούνω
[ˈvuno]
Φάρασ.
Αόρ.
έλουσα
[ˈelusa]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ.
έβουσα
[ˈevusa]
Τσουχούρ.
λούσα
[ˈlusa]
Τελμ.
Παθ.
λούζομαι
[ˈluzome]
Ουλαγ.
λούζουμαι
[ˈluzume]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ.
λούζουμι
[ˈluzumi]
Μαλακ.
λουζιέμι
[luˈzʝemi]
Μισθ.
λούνουμου
[ˈlunumu]
Σίλ.
βούνουμαι
[ˈvunume]
Φάρασ.
βουέμι
[vuˈemi]
Φάρασ.
Αόρ.
λούστα
[ˈlusta]
Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
βούστα
[ˈvusta]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. λούω-λούομαι. Ο τύπ. λούζω μεσν. Ο τύπ. λούνου με μεταπλ. σε συμφωνόληκτο με τον χαρακτήρα /n/ (πβ. λύω > λύνω).
1. Πλένω το σώμα, καθαρίζω κάποιον κάνοντάς του μπάνιο
ό.π.τ.
:
Ογώνα ντο κορίτσ̑΄οπ' το λούζω ας ντο φάξω
(Εγώ το κορίτσι εκεί που το πλένω ας το σφάξω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ας πάρω το κορίτσ̑', πότ' το λούζω ας το μπογντούσω
(Ας πάρω το κορίτσι, καθώς το πλένω ας το πνίξω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έλουσαν do, άλλαξαν do, έσεκαν do ντο κιöσέ έκατσε
(Τον έπλυναν, τον άλλαξαν ρούχα, τον έβαλαν στη γωνιά να κάτσει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
β.
Λούζω
Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Τελμ., Τσουχούρ.
:
Νίφτου και λούνου παιρί μου
(Πλένω και λούζω το παιδί μου
)
Μισθ., Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Και πήρεν τσ̑ην, και πήγεν σο χαμάμ, και λούσεν τσ̑ην, και έπλυνέν τσ̑ην
(Και την πήρε, και πήγε στο χαμάμ, και την έλουσε, και την έπλυνε
)
Τελμ.
-Dawk.
Ούλ-λα λούζουν dα κεφάλια τ'νε
(Όλοι λούζουν τα κεφάλια τους, ενν. την παραμονή των Φώτων
)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πηάισ̑καμ' σο μορμόρ' απάνω, λούισ̑κάμ' το τρία φοράς
(Πηγαίναμε πάνω στο μνήμα, το λούζαμε τρεις φορές· πρόληψη για άρρωστα παιδιά
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πήνι ήφαρεινι το τέστι, έπλυνινι τα πράδα του, έβουσινι το γαφά του
(Πήγε έφερε την λεκάνη, έπλυνε τα πόδια του, έλουσε το κεφάλι του
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Ξένα χέρια λούζουν αμά δεν καθαρίζουν
(Τα ξένα χέρια λούζουν, αλλά δεν καθαρίζουν
˙
πρέπει να διευθετούμε οι ίδιοι τις προσωπικές μας υποθέσεις)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Μεσοπαθ., πλένομαι στο λουτρό
ό.π.τ.
:
Παρακάλ'σ̑αν το πατισ̑άχο να χτσ̑ίσ̑' ένα χαμάμ' και να έρχεται κόσμος να λουστσ̑εί
(Παρακάλεσαν το βασιλιά να χτίσει ένα λουτρό και να έρχεται κόσμος να πλυθεί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ιτό έμη το χαμάμ, να λουστεί
(Αυτός μπήκε στο χαμάμ να πλυθεί)
Ουλαγ.
-Dawk.
Αμέτ' σο χαμάμ, να λουσ̑τείτε και να έρτιτ'
(Πηγαίνετε στο χαμάμ, να πλυθείτε και να έρθετε)
Φλογ.
-Dawk.
Σέμην απέσω, λούστην, κι ευτύς νότον καλά
(Μπήκε μέσα (ενν. στο λουτρό), πλύθηκε, και αμέσως έγινε καλά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ήρθαν λούστην Τούρκοι σο χαβούζ' μέσα και κόπηκε, ξέρωσε το νερό
(Ήρθαν πλύθηκαν Τούρκοι μέσα στο πηγάδι και κόπηκε, στέρεψε το νερό)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Λούστη δετσού, έπγι τσ̑ι λερό, πακλάντ'σιν
(Πλύθηκε εκεί, ήπιε και νερό, καθαρίστηκε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
β.
Λούζομαι
Μισθ., Φερτάκ.
:
|| Ασμ.
Λέγει Γιαννάκης την καλήν του,
αργά λούσ̑θ' αργά πλύθ' αργά το γεύμα φέρε
Αψά λούσ̑θην αψά πλύθην αψά το γεύμα πήγεν (Λέγει ο Γιαννάκης στην γυναίκα του,
αργά λούσου αργά πλύσου αργά το γεύμα φέρε
Γρήγορα λούστηκε γρήγορα πλύθηκε γρήγορα το γεύμα πήγεν.) Φερτάκ. -Αινατζ.
αργά λούσ̑θ' αργά πλύθ' αργά το γεύμα φέρε
Αψά λούσ̑θην αψά πλύθην αψά το γεύμα πήγεν (Λέγει ο Γιαννάκης στην γυναίκα του,
αργά λούσου αργά πλύσου αργά το γεύμα φέρε
Γρήγορα λούστηκε γρήγορα πλύθηκε γρήγορα το γεύμα πήγεν.) Φερτάκ. -Αινατζ.