ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λούζω (ρ.) λούζω [ˈluzo] Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. λούζου [ˈluzu] Μισθ. λούνου [ˈlunu] Σίλ. βούνω [ˈvuno] Φάρασ. Αόρ. έλουσα [ˈelusa] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ. έβουσα [ˈevusa] Τσουχούρ. λούσα [ˈlusa] Τελμ. Παθ. λούζομαι [ˈluzome] Ουλαγ. λούζουμαι [ˈluzume] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ. λούζουμι [ˈluzumi] Μαλακ. λουζιέμι [luˈzʝemi] Μισθ. λούνουμου [ˈlunumu] Σίλ. βούνουμαι [ˈvunume] Φάρασ. βουέμι [vuˈemi] Φάρασ. Αόρ. λούστα [ˈlusta] Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. βούστα [ˈvusta] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. λούω-λούομαι. Ο τύπ. λούζω μεσν. Ο τύπ. λούνου με μεταπλ. σε συμφωνόληκτο με τον χαρακτήρα /n/ (πβ. λύω > λύνω).
1. Πλένω το σώμα, καθαρίζω κάποιον κάνοντάς του μπάνιο ό.π.τ. : Ογώνα ντο κορίτσ̑΄οπ' το λούζω ας ντο φάξω (Εγώ το κορίτσι εκεί που το πλένω ας το σφάξω) Ουλαγ. -Κεσ. Ας πάρω το κορίτσ̑', πότ' το λούζω ας το μπογντούσω (Ας πάρω το κορίτσι, καθώς το πλένω ας το πνίξω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έλουσαν do, άλλαξαν do, έσεκαν do ντο κιöσέ έκατσε (Τον έπλυναν, τον άλλαξαν ρούχα, τον έβαλαν στη γωνιά να κάτσει) Ουλαγ. -Κεσ.
β. Λούζω Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Τελμ., Τσουχούρ. : Νίφτου και λούνου παιρί μου (Πλένω και λούζω το παιδί μου ) Μισθ., Σίλ. -Κωστ.Σ. Και πήρεν τσ̑ην, και πήγεν σο χαμάμ, και λούσεν τσ̑ην, και έπλυνέν τσ̑ην (Και την πήρε, και πήγε στο χαμάμ, και την έλουσε, και την έπλυνε ) Τελμ. -Dawk. Ούλ-λα λούζουν dα κεφάλια τ'νε (Όλοι λούζουν τα κεφάλια τους, ενν. την παραμονή των Φώτων ) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πηάισ̑καμ' σο μορμόρ' απάνω, λούισ̑κάμ' το τρία φοράς (Πηγαίναμε πάνω στο μνήμα, το λούζαμε τρεις φορές· πρόληψη για άρρωστα παιδιά ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πήνι ήφαρεινι το τέστι, έπλυνινι τα πράδα του, έβουσινι το γαφά του (Πήγε έφερε την λεκάνη, έπλυνε τα πόδια του, έλουσε το κεφάλι του ) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. Ξένα χέρια λούζουν αμά δεν καθαρίζουν (Τα ξένα χέρια λούζουν, αλλά δεν καθαρίζουν ˙ πρέπει να διευθετούμε οι ίδιοι τις προσωπικές μας υποθέσεις) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Μεσοπαθ., πλένομαι στο λουτρό ό.π.τ. : Παρακάλ'σ̑αν το πατισ̑άχο να χτσ̑ίσ̑' ένα χαμάμ' και να έρχεται κόσμος να λουστσ̑εί (Παρακάλεσαν το βασιλιά να χτίσει ένα λουτρό και να έρχεται κόσμος να πλυθεί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ιτό έμη το χαμάμ, να λουστεί (Αυτός μπήκε στο χαμάμ να πλυθεί) Ουλαγ. -Dawk. Αμέτ' σο χαμάμ, να λουσ̑τείτε και να έρτιτ' (Πηγαίνετε στο χαμάμ, να πλυθείτε και να έρθετε) Φλογ. -Dawk. Σέμην απέσω, λούστην, κι ευτύς νότον καλά (Μπήκε μέσα (ενν. στο λουτρό), πλύθηκε, και αμέσως έγινε καλά) Σινασσ. -Αρχέλ. Ήρθαν λούστην Τούρκοι σο χαβούζ' μέσα και κόπηκε, ξέρωσε το νερό (Ήρθαν πλύθηκαν Τούρκοι μέσα στο πηγάδι και κόπηκε, στέρεψε το νερό) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Λούστη δετσού, έπγι τσ̑ι λερό, πακλάντ'σιν (Πλύθηκε εκεί, ήπιε και νερό, καθαρίστηκε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
β. Λούζομαι Μισθ., Φερτάκ. : || Ασμ. Λέγει Γιαννάκης την καλήν του,
αργά λούσ̑θ' αργά πλύθ' αργά το γεύμα φέρε
Αψά λούσ̑θην αψά πλύθην αψά το γεύμα πήγεν
(Λέγει ο Γιαννάκης στην γυναίκα του,
αργά λούσου αργά πλύσου αργά το γεύμα φέρε
Γρήγορα λούστηκε γρήγορα πλύθηκε γρήγορα το γεύμα πήγεν.)
Φερτάκ. -Αινατζ.