ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λουμπούρι (ουσ. ουδ.) λουbούρι [luˈburi] Μισθ. λοbούρ' [loˈbur] Μισθ. Αγν. ετυμ.
Μεγάλο κουδούνι που κρεμιέται στον λαιμό ζώου : Κρέμαναμ’ ντου μέγαν ντου λοbούρ' σου σερνικό τεκιά (Kρεμούσαμε το μεγάλο κουδούνι στο αρσενικό κατσίκι) Μισθ. -Κοτσαν.