λουμπούρι
(ουσ. ουδ.)
λουbούρι
[luˈburi]
Μισθ.
λοbούρ'
[loˈbur]
Μισθ.
Αγν. ετυμ.
Μεγάλο κουδούνι που κρεμιέται στον λαιμό ζώου
:
Κρέμαναμ’ ντου μέγαν ντου λοbούρ' σου σερνικό τεκιά
(Kρεμούσαμε το μεγάλο κουδούνι στο αρσενικό κατσίκι)
Μισθ.
-Κοτσαν.