λουτρό
(ουσ. ουδ.)
λουτρό
[luˈtro]
Γούρδ., Ποτάμ., Σίλ., Τελμ., Τροχ., Φερτάκ.
λιτρό
[liˈtro]
Σίλ.
λιουτρό
[ʎuˈtro]
Σίλ.
Αρσ.
λουτρός ο
[luˈtros]
Αραβαν., Σινασσ.
Γεν.
λουτρογιού
[lutroˈʝu]
Αραβαν.
λουτροργιού
[lutroˈrʝu]
Αραβαν.
Πληθ.
λουτρόγια
[luˈtroʝa]
Αραβαν., Φερτάκ.
Αρχ. ουσ. λουτρόν. Ο τύπ. αρσ. λουτρός νεότ. (Mackridge 2021: 208).
Λουτρό, χαμάμ
ό.π.τ.
:
Ο πάθος σου θα γιατρευτεί όταν ένας λουτρός χτιστεί
(Η αρρώστια σου θα γιατρευτεί όταν χτιστεί ένα λουτρό)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
'ς έξι μήνες μέσα έχτσ̑ισαν ένα λουτρό, άμ-μα τσ̑ί λουτρό!… Λουτροργιού τ' όνομα είπαν ντo «Μέσ̑ης τό λουτρό».
(Μέσα σε έξι μήνες έχτισαν ένα λουτρό, μα τι λουτρό!… Το όνομα του λουτρού το είπαν Το λουτρό της Μέσης)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σε υπάγου μιά 'ς του λιτρό
(Θα πάω στο λουτρό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Ασμ.
Ας έμω σο λουτρό, ας λουσθώ και ας έβγω κι ας ηλιακάμαι
((Ας μπώ στο λουτρό, ας λουστώ κι ας βγω να λιάζομαι))
Τελμ.
-Lag.
Ξανθή κόρη κασ’λάτισε, κι ασ’ το λουτρόν εβγαίνει
Κρατεί κτένι ’ς τα χέρε της, γαϊτάνι ’ς τα μαλλιά της ((Ξανθή κόρη συνάντησε, που από το λουτρό βγαίνει.
Κρατάει χτένι στα χέρια της, κορδέλα στα μαλλιά της) ) Σινασσ. -Lag. Συνών. χαμάμ
Κρατεί κτένι ’ς τα χέρε της, γαϊτάνι ’ς τα μαλλιά της ((Ξανθή κόρη συνάντησε, που από το λουτρό βγαίνει.
Κρατάει χτένι στα χέρια της, κορδέλα στα μαλλιά της) ) Σινασσ. -Lag. Συνών. χαμάμ