λύνω
(ρ.)
λύνω
[ˈlino]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
λύνου
[ˈlinu]
Μισθ.
λύζου
[ˈlizu]
Μισθ., Τσαρικ.
Αόρ.
έλυσα
[ˈelisa]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ.
έλτσα
[ˈeltsa]
Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ.
Παθ.
λύομαι
[ˈliome]
Φάρασ.
λύνουμαι
[ˈlinume]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ.
λυζιέμι
[liˈzʝemi]
Μισθ.
Αόρ.
λύθα
[ˈliθα]
Ανακ.
λύχα
[ˈlixa]
Αξ., Γούρδ., Μισθ., Τσαρικ.
λύστα
[ˈlista]
Φλογ.
λυστήχα
[liˈstixa]
Μισθ.
Προστ.
λύθ'
[liθ]
Φλογ.
λύστ'
[list]
Φλογ.
Από το αρχ. ρ. λύω. Ο τύπ. λύνω μεσν.Ο τύπ. λύζου με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω
1. Λύνω κάτι που είναι δεμένο
ό.π.τ.
:
Λύνω γαϊδουριού το ράμμα
(Λύνω το σκοινί του γαϊδάρου)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Σούχτα ντου ράμμα καλά μη λυχεί τσι πέσ'νι ντα ντεμάτια
(Σφίξε το σκοινί καλά μη λυθεί και πέσουνε τα δεμάτια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αζ ντέσω τ’ τσαρουγιού μ’ το ράμμα, λύχεν
(Ας δέσω το κορδόνι του τσαρουχιού μου, λύθηκε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Λύσε τσ̑ουβαλιού το στόμα
(Λύσε το στόμιο του τσουβαλιού)
Φλογ.
-Dawk.
Σην πρώτη δένκαμε μιά κλωστή για το ρίο, την λύνκαμε πάλι τον Μάη
(Την πρώτη (ενν. Μαρτίου) δέναμε μιά κλωστή για το κρύο, τη λύναμε πάλι το Μάιο)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
|| Φρ.
Λύθην νεφαλό τ'
(Λύθηκε ο αφαλός του˙ Λέγεται για έντονο πόνο κοιλιάς)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Να λυχούν τα βρακιά τ'
(Να λυθούν (του Θεού) τα βρακιά˙ Να βρέξει)
Μισθ., Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Ασμ.
Έλυσεν την ζωστρίτζα του, φάναν τα λινά μάτια
(Έλυσε τη ζωνίτσα του, φάνηκαν τα λινά πουκάμισα)
Σινασσ.
-Lag.
Μη λύνετ' τα μαλλίτσ̑α μου, μη λύνετ' την καρδιά μου
To 'μό καρδιά μου λυμένο 'ναι απ' τα μικρά μ' τα χρόνια (Μη λύνετε τα μαλλάκια μου, μη λύνετε την καρδιά μου
Η δικιά μου καρδιά είναι λυμένη απ' τα μικρά μου τα χρόνια
(γαμήλιο άσμ. ορφανής νύφης)) Ανακ. -Κωστ.Α. Αντίθ δένω, λητεύω
To 'μό καρδιά μου λυμένο 'ναι απ' τα μικρά μ' τα χρόνια (Μη λύνετε τα μαλλάκια μου, μη λύνετε την καρδιά μου
Η δικιά μου καρδιά είναι λυμένη απ' τα μικρά μου τα χρόνια
(γαμήλιο άσμ. ορφανής νύφης)) Ανακ. -Κωστ.Α. Αντίθ δένω, λητεύω
2. Λύνω, απαλλάσσω από δέσιμο, απελευθερώνω
ό.π.τ.
:
Έλτσιν ντα βόια
(Έλυσε τα βόδια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Παραμαίνισκαμ', λύισκαμ' ντ' άλουγου σου… στάβλου μάισκαμ'
(Επιστρέφαμε, λύναμε το άλογο, στο στάβλο το βάζαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έλτσαν ντα χέρια τ'
(Του έλυσαν τα χέρια)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Αντίθ
δένω, λητεύω
3. Μτφ., λύνω τα μάγια, αποδεσμεύω, απελευθερώνω από ηθικό, νομικό ή μαγικό δεσμό
Ανακ., Μισθ.
:
Ε γιό μου, συ να 'υρεύεις να λυθείς απιδού σο λήτεμά σου πρέπει να υπάς 'ς Μαρκάλτσας τζαι σου ντεβίουν το χωρίο
(Α γιέ μου, αν θέλεις να λυθείς από το μαγικό σου δέσιμο, πρέπει να πας στο χωριό της δράκαινας και των δράκων)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σ̑ήμερα έλυσα το τέκνο μου
(Σήμερα ελευθέρωσα το παιδί μου από το τάμα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Άμα δενούτοσ' δε λυνούτοσ'
(Άμα δενόσουν δε λυνόσουν)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Λύζου ντα μάια
(Λύνω τα μάγια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Μι τ' αβγό δένιτι, μι τ' αβγό λύνιτι
(Με το αβγό δένεται, με το αβγό λύνεται˙ Λέγεται για τον τρόπο που αρχίζει και τελειώνει η νηστεία της Μ. Σαρακοστής)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Λύχην όλιους
(Λύθηκε ο ήλιος˙ Τελείωσε η έκλειψη ηλίου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Λύθην του νοματού η γουώσσα
(Λύθηκε η γλώσσα του ανθρώπου˙ άρχισε να μιλάει)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Αντίθ
δένω, λητεύω
4. Μτβ. και αμτβ., λιώνω ή διαλύω/-ομαι
Ανακ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
:
Έλυναμ' το κερί ση νιστιά
(Λιώναμε το κερί στη φωτιά)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Ουλασ̑τιέσ' ο Μιλκών' μο το κοτέκι τσ̑αι κουπάντσεν τα τσ̑' έλτσεν τα 'στέ του
(Πρόλαβε ο Μιλκώνης με το ραβδί και τον χτύπησε και έλιωσε τα κόκκαλά του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Λύεται το κρα̈́ς σο κουμνί
(Λιώνει από το βράσιμο το κρέας στο τσουκάλι)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ντε λυέδι
(Δεν διαλύεται)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μι τ' αραμπά να λύσουν τα χιόνια
(Με τον αραμπά θα λιώσουν τα χιόνια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Η οικογένεια έλυσε
(Η οικογένεια διαλύθηκε)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ243
Τα θάλε λύθαν
(Έλιωσαν οι πέτρες)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Πατισ̑άχος έλυσε το μεντζ̑ιλίσ'
(Ο βασιλιάς έλυσε τη συνεδρίαση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Λύνονται τα σ̑όνε, κρύα δεβαίνουν,
πρασινίζ’ ο κόσμος, νερά πλεθυναίνουν (Λιώνουν τα χιόνια, τα κρύα φεύγουν
πρασινίζει ο κόσμος, τα νερά πληθαίνουν) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Πβ. εριττώ
πρασινίζ’ ο κόσμος, νερά πλεθυναίνουν (Λιώνουν τα χιόνια, τα κρύα φεύγουν
πρασινίζει ο κόσμος, τα νερά πληθαίνουν) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Πβ. εριττώ
5. Μεσοπαθ., εξαντλούμαι, διαλύομαι από την προσπάθεια
Ανακ.