εριττώ
(ρ.)
εριτ-τώ
[eritˈto]
Φλογ.
εριτ-τού
[eritˈtu]
Ουλαγ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. eritmek = λιώνω, τήκω.
Μτβ., λιώνω κάτι
ό.π.τ.
:
Εριτ-τά το πίσσα και το κονών' απάνω τ'νε
(Λιώνει την πίσσα και την αδειάζει πάνω τους)
Φλογ.
-Dawk.
Συνών.
αζντώ