ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εργάτης (ουσ.) εργάτης [erˈɣatis] Αξ., Φλογ. εργάτσ̑ης [erˈɣatʃis] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ. εργάτ' [erˈɣat] Μισθ. εργκάτ' [erˈgat] Ουλαγ. αργάτης [arˈɣatis] Φάρασ. αργκάτης [arˈgatis] Φάρασ. Πληθ. εργάτοι [erˈɣati] Φάρασ., Φλογ. εργάτ' [erˈɣat] Μισθ., Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. ἐργάτης = γεωργός. Ο τύπ. αργάτης μεσν., με α- από την συνεκφορά του [e] με το προηγούμενο [a] του αόρ. άρθρ.
1. Εργάτης, αυτός που εργάζεται με μισθό σε γεωργικές, οικοδομικές, βιοτεχνικές εργασίες ό.π.τ. : Σωρόφταν εργάτε ασ' ούλ-λα τα χωριά και 'ς έξ̑ι μήνεζ μέσα έχτσ̑ισαν ένα λουτρό (Μαζεύτηκαν εργάτες απ' όλα τα χωριά και μέσα σε έξι μήνες έχτισαν ένα λουτρό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το καλοκαίρ' ασ' το ζέστης και το κούραση εργάτσης κάχεται στο σκέρισ' (Το καλοκαίρι από την ζέστη και την κούραση ο εργάτης κάθεται στην σκιά) Γούρδ. -Καράμπ. Τιας εργάτσ̑ης 'ναι (Αυτός είναι εργάτης) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πι-έσε δύο 'κατό αργκάτοι, ήρτανε σο βράδυ, έκοψαν το κ͑αβάχι (Πήρε διακόσιους εργάτες, πήγαν το βράδυ, έκοψαν την λεύκα) Φάρασ. -Dawk. Ατό οι εργάτοι σως την ευή ράντ'σαν το ρουσ̑ι, έφκωσέν τα (Αυτοί οι εργάτες ως το πρωί διέλυσαν το βουνό, το ισοπέδωσαν) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ατζείνος που είχε πουά παίρ'κεν αργάτ'ς τσ̑αι σωρεύκαν τα (Εκείνους που είχε πολλά έπαιρνε εργάτες και τα μάζευαν, ενν. τα λιτζεχέρια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. 'πόμεινεν το σ̑ήρο η ναίκα δεχούς εργάτοι (Απέμεινε η χήρα χωρίς εργάτες) Φάρασ. -Παπαδ. Χέριζαμ' ογντοήνdα στρέμμαδα χωράφια τρία εργάτ' μι 'ου ντερπάν' (Θερίζαμε ογδόντα στρέμματα χωράφια τρεις εργάτες με το δρεπάνι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. 'ς το ντιάβολε εργάτης και το ψωμί αποπάνω τ' (Στον διάβολο εργάτης και το φαΐ από πάνω του˙ Λεγόταν για τους τεμπέληδες, τους άεργους, επειδή, καθώς δεν δούλευαν, έπρεπε οι ίδιοι να εξασφαλίζουν το φαγητό τους, ενώ στην Αξό το φαγητό του εργάτη επιβάρυνε τον εργοδότη ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. δουλευτής
2. Στρατιώτης Φάρασ. Συνών. ασκέρης, ασκέρι :2, ασκερλής, γιρσερτέρης
β. Στον πληθ. με περιληπτ. σημ., ο στρατός Φάρασ.