ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιρσερτέρης (ουσ. αρσ.) γ̇ιρσερτέρης [ɣirserˈteris] Φάρασ. γιρσερτέρ' [ʝirserˈter] Φάρασ. γισεντέρ' [ʝiseˈder] Μισθ. Πληθ. γιρσερτέροι [ʝirserˈteri] Φάρασ. Από την παλαιότ. τουρκ. φρ. kır serdarı = α) διοικητής χωροφυλακής β) διαλεκτ., αλήτης, περιπλανώμενος.
1. Χωροφύλακας ό.π.τ. Συνών. ζαπτιές, τζανταρμάς
2. Στρατιώτης του σουλτανικού στρατού Φάρασ. : Ερχούσανdε και γιρσερτέροι σο Βαρασ̑όν 'πέσου σούφτι δύο κατό χρόνες μπρο· ό,τι χα να βρούνε ταντίνκανε (Ερχόντουσαν και στρατιώτες μέσα στα Φάρασα πριν από διακόσια χρόνια· αρπάζανε ό,τι έβρισκαν) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ασκέρης, ασκέρι :2, ασκερλής, γιρσερτέρης, εργάτης :2
3. Αγριάνθρωπος Φάρασ. Συνών. γιαγίρι