γιρσερτέρης
(ουσ. αρσ.)
γ̇ιρσερτέρης
[ɣirserˈteris]
Φάρασ.
γιρσερτέρ'
[ʝirserˈter]
Φάρασ.
γισεντέρ'
[ʝiseˈder]
Μισθ.
Πληθ.
γιρσερτέροι
[ʝirserˈteri]
Φάρασ.
Από την παλαιότ. τουρκ. φρ. kır serdarı = α) διοικητής χωροφυλακής β) διαλεκτ., αλήτης, περιπλανώμενος.
2. Στρατιώτης του σουλτανικού στρατού
Φάρασ.
:
Ερχούσανdε και γιρσερτέροι σο Βαρασ̑όν 'πέσου σούφτι δύο κατό χρόνες μπρο· ό,τι χα να βρούνε ταντίνκανε
(Ερχόντουσαν και στρατιώτες μέσα στα Φάρασα πριν από διακόσια χρόνια· αρπάζανε ό,τι έβρισκαν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
ασκέρης, ασκέρι :2, ασκερλής, γιρσερτέρης, εργάτης :2