ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γισκαλάκι (ουσ. ουδ.) γι̂σ̑γκελέgι [ɣɯʃɟeˈleɟi] Φάρασ. γιασκαλακί [ʝaskalaˈci] Φάρασ. γι̂σ̑καλάκι [ɣɯʃkaˈlaci] Φάρασ. Πληθ. γι̂σ̑καλακία [ɣɯʃkalaˈca] Φάρασ. Από την τουρκ. φρ. kış keleği = χειμωνιάτικο άγουρο πεπόνι.
Κολοκύθι Φάρασ. : Κανίσετε το γι̂σ̑γκελέgι (Κόψτε το κολοκύθι) Φάρασ. -Dawk. Έρ να ήτουν το γι̂σ̑καλάκι σο καρύδιν πάνου τσ̑αι να ξείλτσεν άτσ-σε σο τζ̑ουφάλι μου, πα χα 'ινεί το 'μόν το χάλι; (Αν ήταν το κολοκύθι πάνω στην καρυδιά, και αν έπεφτε έτσι στο κεφάλι μου, τι θα γινόταν το δικό μου το χάλι;) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ψένκανε σα σπίτε τουνε δώδεκα τσ̑εσ̑ίτε φαΐα, α γουμάρι 'άχανα, α χαλτζί χαριένι ρ'βίδι, α χαριένι γιασκαλακί, α χαριένι κ͑οφτές (Μαγείρευαν στα σπίτια τους δώδεκα ειδών φαγιά, ένα σωρό λαχανικά, ένα χάλκινο καζάνι ρεβίθια, ένα καζάνι κολοκύθια, ένα καζάνι κεφτέδες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Ότιζ έφαεν ντo γισ̑καλάκι, ατσείνος να 'πνώσει μο τη νύφ' (Όποιος έφαγε το κολοκύθι, εκείνος να κοιμηθεί με την νύφη˙ για όποιον έχει φανερά δικαιώματα πάνω σε κάτι, από έθιμο να πετούν κομμάτια κολοκυθιού στον νυμφευόμενο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ο μάστρος γι̂σ̑καλακία τζ̑ο τρώει (Ο τεχνίτης δεν τρώει κολοκύθια˙ α) ο ικανός τεχνίτης θέλει και υψηλή αμοιβή για να προσφέρει τις υπηρεσίες του β) για κάποιον που δεν ξεγελιέται εύκολα, δεν τρώει κουτόχορτο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. καμπάκι :1, κελέμι, χαραμπάς