γισκαλάκι
(ουσ. ουδ.)
γι̂σ̑γκελέgι
[ɣɯʃɟeˈleɟi]
Φάρασ.
γιασκαλακί
[ʝaskalaˈci]
Φάρασ.
γι̂σ̑καλάκι
[ɣɯʃkaˈlaci]
Φάρασ.
Πληθ.
γι̂σ̑καλακία
[ɣɯʃkalaˈca]
Φάρασ.
Από την τουρκ. φρ. kış keleği = χειμωνιάτικο άγουρο πεπόνι.
Κολοκύθι
Φάρασ.
:
Κανίσετε το γι̂σ̑γκελέgι
(Κόψτε το κολοκύθι)
Φάρασ.
-Dawk.
Έρ να ήτουν το γι̂σ̑καλάκι σο καρύδιν πάνου τσ̑αι να ξείλτσεν άτσ-σε σο τζ̑ουφάλι μου, πα χα 'ινεί το 'μόν το χάλι;
(Αν ήταν το κολοκύθι πάνω στην καρυδιά, και αν έπεφτε έτσι στο κεφάλι μου, τι θα γινόταν το δικό μου το χάλι;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ψένκανε σα σπίτε τουνε δώδεκα τσ̑εσ̑ίτε φαΐα, α γουμάρι 'άχανα, α χαλτζί χαριένι ρ'βίδι, α χαριένι γιασκαλακί, α χαριένι κ͑οφτές
(Μαγείρευαν στα σπίτια τους δώδεκα ειδών φαγιά, ένα σωρό λαχανικά, ένα χάλκινο καζάνι ρεβίθια, ένα καζάνι κολοκύθια, ένα καζάνι κεφτέδες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Ότιζ έφαεν ντo γισ̑καλάκι, ατσείνος να 'πνώσει μο τη νύφ'
(Όποιος έφαγε το κολοκύθι, εκείνος να κοιμηθεί με την νύφη˙ για όποιον έχει φανερά δικαιώματα πάνω σε κάτι, από έθιμο να πετούν κομμάτια κολοκυθιού στον νυμφευόμενο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ο μάστρος γι̂σ̑καλακία τζ̑ο τρώει
(Ο τεχνίτης δεν τρώει κολοκύθια˙ α) ο ικανός τεχνίτης θέλει και υψηλή αμοιβή για να προσφέρει τις υπηρεσίες του β) για κάποιον που δεν ξεγελιέται εύκολα, δεν τρώει κουτόχορτο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
καμπάκι :1, κελέμι, χαραμπάς