ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κελέμι (ουσ. ουδ.) κελέμ' [ceˈlem] Αξ. Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kelem (< περσ. kalam) = λάχανο (Tietze 2016, λ. kelem).
Κολοκύθι Αξ. : Στα χέρια τ' είχε γκι ένα ξερό κελέμ', τ' μέσ̑η τ' όφκαιρο (Στα χέρια του είχε και ένα ξερό κολοκύθι, το εσωτερικό του κενό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Κελεμιού γούτσα (Κολοκυθιού σπόροι˙ Κολοκυθόσποροι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Πινdικός 'ς το τυρπί τ' ντεν εχώρ'νεν, κουβάλ'νεν γκαι κελέμ' (Ποντικός στην τρύπα του δεν χώραγε, κουβάλαγε και κολοκύθι˙ Για όσους καταπιάνονται με δουλειές που ξεπερνούν τις δυνάμεις τους) -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γισκαλάκι, καμπάκι, κολοκύθι, χαραμπάς