κελέμι
(ουσ. ουδ.)
κελέμ'
[ceˈlem]
Αξ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kelem (< περσ. kalam) = λάχανο (Tietze 2016, λ. kelem).
Κολοκύθι
Αξ.
:
Στα χέρια τ' είχε γκι ένα ξερό κελέμ', τ' μέσ̑η τ' όφκαιρο
(Στα χέρια του είχε και ένα ξερό κολοκύθι, το εσωτερικό του κενό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Κελεμιού γούτσα
(Κολοκυθιού σπόροι˙ Κολοκυθόσποροι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Πινdικός 'ς το τυρπί τ' ντεν εχώρ'νεν, κουβάλ'νεν γκαι κελέμ'
(Ποντικός στην τρύπα του δεν χώραγε, κουβάλαγε και κολοκύθι˙ Για όσους καταπιάνονται με δουλειές που ξεπερνούν τις δυνάμεις τους)
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γισκαλάκι, καμπάκι, κολοκύθι, χαραμπάς