κελαγκί
(ουσ. ουδ.)
κελαγκί
[celanˈɟi]
Μισθ.
καλαγκός
[kalaˈgos]
Σινασσ.
καλανgούζα
[kalanˈguza]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kelengi (βλ. Καραποτόσογλου 1990-1991: 281), το οπ. από το παλ. τουρκ. keleŋü = είδος ευρασιατικού μικρού ποντικού (Micromys minutus). Η λ. και ποντ. με τον τύπ. καλαγκούδα. Πβ. λαγούρι = είδος αρουραίου σε μεσν. γλωσσάριο από την Μ. Ασία (Golden 1985: 105).