ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κελαγκί (ουσ. ουδ.) κελαγκί [celanˈɟi] Μισθ. καλαγκός [kalaˈgos] Σινασσ. καλανgούζα [kalanˈguza] Φάρασ. Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kelengi (βλ. Καραποτόσογλου 1990-1991: 281), το οπ. από το παλ. τουρκ. keleŋü = είδος ευρασιατικού μικρού ποντικού (Micromys minutus). Η λ. και ποντ. με τον τύπ. καλαγκούδα. Πβ. λαγούρι = είδος αρουραίου σε μεσν. γλωσσάριο από την Μ. Ασία (Golden 1985: 105).
Είδος αρουραίου χωρίς ουρά, psammomys obesus. Η λ. και ως επών. ό.π.τ. Πβ. αβουρτλάχος