κελεσλίκι
(ουσ. ουδ.)
κελεσ̑λίκι
[celeʃˈlici]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. keleşlik.
Ομορφιά
Συνών.
γιαχίσι :1, γκεντσιλίκι, γκιουζελίκι, ομορφιά