κελέσης
(επίθ.)
κ͑ελέσ̑ης
[kʰeˈleʃis]
Φάρασ.
κ͑α̈λα̈́σ̑ης
[kʰæˈlæʃis]
Αφσάρ.
Θηλ.
κ͑ελεσ̑ού
[kʰeleˈʃu]
Φάρασ.
κ͑α̈λα̈σ̑ού
[kʰælæˈʃu]
Αφσάρ.
κελέσα
[ceˈlesa]
Σίλ.
Ουδ.
κ͑ελέσ̑ι
[kʰeˈleʃi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
κ͑α̈λα̈́σ̑ι
[kʰæˈlæʃi]
Αφσάρ.
κελέσ̑'
[ceˈleʃ]
Αξ., Αραβ., Ουλαγ.
κ͑ελέσ̑'
[kʰeˈleʃ]
Τροχ., Τσουχούρ.
Από το παλαιότ. τουρκ. / διαλεκτ. επίθ. keleş (< αραβ. kalac) = α) όμορφος β) γενναίος.
1. Όμορφος, ωραίος.
ό.π.τ.
:
Ήτουν κ͑ελέσ̑ ', κουζέλι κορτσόκκου
(Ήταν όμορφο, ωραίο κορίτσι)
Τσουχούρ.
-VLACH
Αν κελέσι παλληκάρι
(Ένα όμορφο παλληκάρι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ποίκε τα κι, άμα γενούν κελέσ̑', να ποίκω κι εγώ κανά δυό
(Κάνε τα, κι άμα γίνουν όμορφα, θα κάνω κι εγώ κανα-δύο)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Συνών.
αγγελικός, γκιουζέλ, καλός, όμορφος, χόσι
2. Το θηλ. ως κύριο όνομα
Σίλ.