ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κελέσης (επίθ.) κ͑ελέσ̑ης [kʰeˈleʃis] Φάρασ. κ͑α̈λα̈́σ̑ης [kʰæˈlæʃis] Αφσάρ. Θηλ. κ͑ελεσ̑ού [kʰeleˈʃu] Φάρασ. κ͑α̈λα̈σ̑ού [kʰælæˈʃu] Αφσάρ. κελέσα [ceˈlesa] Σίλ. Ουδ. κ͑ελέσ̑ι [kʰeˈleʃi] Τσουχούρ., Φάρασ. κ͑α̈λα̈́σ̑ι [kʰæˈlæʃi] Αφσάρ. κελέσ̑' [ceˈleʃ] Αξ., Αραβ., Ουλαγ. κ͑ελέσ̑' [kʰeˈleʃ] Τροχ., Τσουχούρ. Από το παλαιότ. τουρκ. / διαλεκτ. επίθ. keleş (< αραβ. kalac) = α) όμορφος β) γενναίος.
1. Όμορφος, ωραίος. ό.π.τ. : Ήτουν κ͑ελέσ̑ ', κουζέλι κορτσόκκου (Ήταν όμορφο, ωραίο κορίτσι) Τσουχούρ. -VLACH Αν κελέσι παλληκάρι (Ένα όμορφο παλληκάρι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ποίκε τα κι, άμα γενούν κελέσ̑', να ποίκω κι εγώ κανά δυό (Κάνε τα, κι άμα γίνουν όμορφα, θα κάνω κι εγώ κανα-δύο) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Συνών. αγγελικός, γκιουζέλ, καλός, όμορφος, χόσι
2. Το θηλ. ως κύριο όνομα Σίλ.