κελέπι
(ουσ. ουδ.)
κ͑ελέπι
[kʰeˈlepi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< περσ.) διαλεκτ. ουσ. kelep = α) αδράχτι β) κουβάρι (Eren 1999, λ. kelep).
Δέσμη νήματος, κουβάρι.