γκαλίν
(επίθ.)
γκαλι̂́ν
[gaˈlɯn]
Ουλαγ.
γαλι̂́ν
[ɣaˈlɯn]
Αραβαν.
Από το τουρκ. επίθ. kalın = χοντρός, ογκώδης, όπου και διαλεκτ. τύπ. galın.