γκαλίν
(επίθ.)
γκαλι̂́ν
[gaˈlɯn]
Ουλαγ.
γαλι̂́ν
[ɣaˈlɯn]
Αραβαν.
Από το τουρκ. επίθ. kalın = χονδρός, ογκώδης, όπου και διαλεκτ. τύπ. galın.
Χονδρός, παχύς
ό.π.τ.
Συνών.
αλειμματιέρης :1, βορδώνι :2, λιπαρός, μπεσλούς, παχύς, σισμάν, Αντίθ
αχαμνός
Τροποποιήθηκε: 02/06/2025