γκαλάτι
(ουσ. ουδ.)
γκαλάτι
[gaˈlati]
Ουλαγ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. galat = καλάθι, ίσως απώτερα αντιδάν. από το ελλ. καλάθιον (THADS, λ. galat II).
Ξύλινο σκεύος για το αλάτι
Πβ.
γαλάτσι