ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαλάτσι (ουσ. ουδ.) γαλάdζι [ɣaˈladz] Σινασσ. γαλάdζ' [ɣaˈladz'] Σινασσ. γαλάτσ̑' [ɣaˈlatʃ] Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ. qαλάτσ' [qaˈlats] Φλογ. καλάσ̑' [kaˈlaʃ] Ανακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. galat = κέλυφος σαλιγκαριού (THADS, λ. galat I).
1. Όστρακο (λευκό), κοχύλι Σινασσ., Τροχ., Φλογ. : Γαλάτσ̑’ ασ' το χατσ̑ιλίκ φέρουν το, βάζουμ' το και κείνο με το χαμαϊλί (Λευκό όστρακο από το προσκύνημα φέρνουν, το βάζουμε κι εκείνο στο χαϊμαλί) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
β. Άσπρα κοχύλια με τα οποία στόλιζαν τα ύφασμα που συγκρατούσε ενωμένες τις γυναικείες πλεξίδες Μισθ.
γ. Μικρά κοχύλια με υπολείμματα κεριών από την λειτουργία της Μ. Πέμπτης (των 12 Ευαγγελίων) που χρησιμοποιούνταν ως φυλαχτά Ανακ.
2. Πλατιά χάντρα ως στολίδι χαλιναριών Αξ. Συνών. μποντζούκι
3. Κουμπί Μισθ. : 'τουν γίτρουσα, άνοιξα τα γαλάτσ̑α μ' (Όταν ίδρωσα, ξεκούμπωσα τα κουμπιά μου) Μισθ. -Κοτσαν. Σηκώδουν πάππου μ', να δου λούσ' δου πάππου μ', να δου φορώσ', να δου τσατήσ' δα γαλάτσ̑α (Σηκωνόταν ο παππούς μου, να τον πλύνει τον παππού μου, να τον ντύσει, να του κουμπώσει τα κουμπιά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Γαλατσού τυρπί (Τρύπα κουμπιού˙ κουμπότρυπα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. θηλειά, κοτσάκι, ντογμές
4. Κιμωλία Σινασσ. : Του πεντάμορφης η χωρά κόπην και 'νότον σα γαλάdζ' χώμα ασ' την τρομάρα της (Η πεντάμορφη χλώμιασε και έγινε άσπρη σαν κιμωλία από την τρομάρα της) Σινασσ. -Αρχέλ.