γαλαγάτι
(ουσ. ουδ.)
γαλαγάτι
[ɣalaˈɣati]
Αξ.
Πληθ.
γαλαγάτια
[ɣalaˈɣatça]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Σινασσ.
qαλαγάτια
[qalaˈɣatça]
Φλογ.
γάτια
[ˈɣatça]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kalahat = ρούχα που φτιάχνονται από την οικογένεια της νύφης για τον γαμπρό (ΤΗΑDS, λ. kalahat).
1. Τα δώρα που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι γονείς των μελλονύμφων
Αξ., Φλογ.
:
Σο γάμο φέρισ̑καν και qαλαγάτια
(Στον γάμο έφερναν και δώρα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Σο θύρα κοντά στέκει πεθερά και δίν' τα καλαγάτια
(Δίπλα στην πόρτα στέκεται η πεθερά και δίνει τα δώρα του γάμου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
2. Τα δώρα που προσφέρει η νεόνυμφη στους συγγενείς του γαμπρού
Ανακ., Αξ., Σινασσ., Φλογ.
:
Σο σπίτ' νύφ' κάνισ̑κεν τα καλαγάτια, φέρισ̑κέν τα ασ' σου παπά τ' το σπίτ'
(Στο σπίτι η νύφη μοίραζε τα δώρα, τα είχε φέρει από το σπίτι του μπαμπά της)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Νύφ' να ποίκ' τα γαλαγάτια
(Η νύφη θα κάνει τα δώρα˙ λεγόταν όταν η νύφη μετά το γλέντι του γάμου με συνοδεία δύο κοριτσιών που κρατούσαν πανέρια μοίραζαν τα δώρα στην οικογένεια του γαμπρού)
Ανακ.
-Κωστ.Α.