ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαϊρέτι (ουσ. ουδ.) γαϊρέτ͑ι [ɣaiˈretʰi] Φάρασ. Νεότ. ουσ. γαϊρέτι (Mackridge 2021: 21), το οπ. από το τουρκ. ουσ. gayret = φιλοτιμία, ζήλος.
Φιλοτιμία, ζήλος : || Φρ. Φτένω γαϊρέτ͑ι (Κάνω φιλοτιμία˙ προσπαθώ) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Συνών. χαβάσι