ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαΐλης (επίθ.) γαΐλης [ɣaˈilis] Αραβαν., Μισθ. γαϊλής [ɣaiˈlis] Μισθ. γαΐλη [ɣaˈili] Τσουχούρ., Φάρασ. γαΐλ' [ɣaˈil] Φάρασ. Θηλ. γαΐλισσα [ɣaˈilisa] Σίλ., Σινασσ. Από το τουρκ. επίθ. kail = πεπεισμένος, λογικός.
Δεκτικός προς κάτι, συμμορφωνόμενος με κάτι ό.π.τ. : Άρχεψε κιόλαζ να τ' αγαπά και όνdενε το είπαν γονσ̑ούρε «Ας το ντώκουμ' λίγο ζεχίρ ντεγί», χίς̑ ντεν έν-νε γαΐλης (Άρχισε να το αγαπά (ενν. το καμηλάκι) και όταν της είπαν οι γείτονες «Ας του δώσουμε λίγο φαρμάκι», καθόλου δεν δέχτηκε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'ενόσαν γαΐλη, 'φήκαν το κουτζόκκο τσ̑αι πήραν τις φκακούδες (Συμφώνησαν, άφησαν το φιδάκι και πήραν τα στραγάλια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συχώρησάν ντα, σταύρουσάν ντα, η ναίκα ένdουνι γαΐλι (Την συγχώρεσαν, της έκαναν το σταυρό στο κούτελο, η γυναίκα ηρέμησε, συμμορφώθηκε) Τσουχούρ. -VLACH ένdουν γαΐλ' το φσ̑αχόκκο (Συμφώνησε το παιδί) Φάρασ. -Dawk.Boy Iσ̑ύ τι λες, νίισι γαϊλής; (Εσύ τι λές, συμφωνείς;) Μισθ. -Φατ. || Φρ. Νίουμι γαΐλης (Γίνομαι δεκτικός˙ αποδέχομαι μετά από συμφωνία) Μισθ. -Κοτσαν. Γένιν γαΐλης μετά ντ’ άκουσιν (Έγινε δεκτικός, αφού το άκουσε˙ συμμορφώθηκε αφού το άκουσε) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ραζής