γαΐλης
(επίθ.)
γαΐλης
[ɣaˈilis]
Αραβαν., Μισθ.
γαϊλής
[ɣaiˈlis]
Μισθ.
γαΐλη
[ɣaˈili]
Τσουχούρ., Φάρασ.
γαΐλ'
[ɣaˈil]
Φάρασ.
Θηλ.
γαΐλισσα
[ɣaˈilisa]
Σίλ., Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. kail = πεπεισμένος, λογικός.
Δεκτικός προς κάτι, συμμορφωνόμενος με κάτι
ό.π.τ.
:
Άρχεψε κιόλαζ να τ' αγαπά και όνdενε το είπαν γονσ̑ούρε «Ας το ντώκουμ' λίγο ζεχίρ ντεγί», χίς̑ ντεν έν-νε γαΐλης
(Άρχισε να το αγαπά (ενν. το καμηλάκι) και όταν της είπαν οι γείτονες «Ας του δώσουμε λίγο φαρμάκι», καθόλου δεν δέχτηκε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'ενόσαν γαΐλη, 'φήκαν το κουτζόκκο τσ̑αι πήραν τις φκακούδες
(Συμφώνησαν, άφησαν το φιδάκι και πήραν τα στραγάλια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συχώρησάν ντα, σταύρουσάν ντα, η ναίκα ένdουνι γαΐλι
(Την συγχώρεσαν, της έκαναν το σταυρό στο κούτελο, η γυναίκα ηρέμησε, συμμορφώθηκε)
Τσουχούρ.
-VLACH
ένdουν γαΐλ' το φσ̑αχόκκο
(Συμφώνησε το παιδί)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Iσ̑ύ τι λες, νίισι γαϊλής;
(Εσύ τι λές, συμφωνείς;)
Μισθ.
-Φατ.
|| Φρ.
Νίουμι γαΐλης
(Γίνομαι δεκτικός˙ αποδέχομαι μετά από συμφωνία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γένιν γαΐλης μετά ντ’ άκουσιν
(Έγινε δεκτικός, αφού το άκουσε˙ συμμορφώθηκε αφού το άκουσε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ραζής