γαϊδουροσύνη
(ουσ. θηλ.)
γαϊdουροψύμ'
[ɣaiduroˈpsim]
Μισθ.
Από το ουσ. γαϊδούρι και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη. Πβ. νεότ. γαδουροσύνη Λεξ. Σομ., λ. γαδαροσύνη, γαδουροσύνη).
Γαϊδουριά, αγένεια.
Συνών.
εντεψιζλίκι, εσεκλίχι