γαζώνω
(ρ.)
γαζιώνω
[ɣaˈzʝono]
Σινασσ.
qατζώνω
[qaˈdzono]
Μαλακ.
Αόρ.
qάτζουσα
[ˈqadzusa]
Μαλακ.
Προστ. Εν.
qάτζου
[qadzu]
Μαλακ.
Μτχ.
γαζιωμένη
[ɣazʝoˈmeni]
Σινασσ.
Νεότ. ρ. γαζώνω = κεντώ με γαζί, το οπ. από το ουσ. γαζί (< τουρκ. kaz < αραβ. kazz = μετάξι) και το παραγωγ. επίθμ. - ώνω. Ο τύπ. γαζιώνω αναλογ. προς το γαζί.
1. Γαζώνω
ό.π.τ.
2. Η μτχ., αυτός που έχει γαζωθεί
ό.π.τ.
β.
Νοικοκυρεμένος
ό.π.τ.