ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαζώνω (ρ.) γαζιώνω [ɣaˈzʝono] Σινασσ. qατζώνω [qaˈdzono] Μαλακ. Αόρ. qάτζουσα [ˈqadzusa] Μαλακ. Προστ. Εν. qάτζου [qadzu] Μαλακ. Μτχ. γαζιωμένη [ɣazʝoˈmeni] Σινασσ. Νεότ. ρ. γαζώνω = κεντώ με γαζί, το οπ. από το ουσ. γαζί (< τουρκ. kaz < αραβ. kazz = μετάξι) και το παραγωγ. επίθμ. - ώνω. Ο τύπ. γαζιώνω αναλογ. προς το γαζί.
1. Γαζώνω ό.π.τ.
2. Η μτχ., αυτός που έχει γαζωθεί ό.π.τ.
β. Νοικοκυρεμένος ό.π.τ.