γαζέτα
(ουσ. θηλ.)
γαζέτα
[ɣaˈzeta]
Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
Αρσ.
γαζετές
[ɣazeˈtes]
Φάρασ.
γαζα̈τα̈́ς
[ɣazæˈtæs]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Nεότ. ουσ. γαζέτα (Mackridge 2021), το οπ. από το τουρκ. ουσ. gazeta ή gazete < βενετ. gazeta ή γαλλ. gazette.
Εφημερίδα
ό.π.τ.
:
Έψαλνις γαζέτα
(Διάβαζες εφημερίδα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φέρνει μας άνα κούπα με τα κιτάπια του και τας γαζέτες του
(Μας κάνει άνω κάτω με τα βιβλία του και τις εφημερίδες του)
Σίλ.
-ΔΕΟ
Τσ̑ο λέ' σον γαζα̈τα̈́ α̈ρ να βρεσ̑ίσει
(Δεν λέει στην εφημερίδα αν θα βρέξει)
Φάρασ.
-Bağr.