ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαγκούτ (ουσ. ουδ.) γαgούτ [ɣaˈgut] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. angut (< παλ. τουρκ. aŋġıt = πτηνό που μοιάζει με πάπια) = καστανόπαπια (Tadorna ferruginea).
Μεγάλο παραλίμνιο άγριο πουλί που μοιάζει με χήνα και χαρακτηρίζεται από κόκκινο λαιμό Συνών. γεσίλι